- τουναντία
- η, Νβοτ. δένδρο τών δασών τής τροπικής Αμερικής και τής Αφρικής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τοὐναντία — ἐναντία , ἐναντίος opposite neut nom/voc/acc pl ἐναντίᾱ , ἐναντίος opposite fem nom/voc/acc dual ἐναντίᾱ , ἐναντίος opposite fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)